- επιμηχανικός
- ο(παλιότερα), βαθμός αξιωματικού του μηχανικού στο πολεμικό ναυτικό, αντίστοιχος σήμερα με το βαθμό του πλωτάρχη μηχανικού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.